- αρχαΐστής
- οθηλ. -ίστρια αυτός που μεταχειρίζεται αρχαϊσμούς στη γλώσσα: Αρχαϊστές υπήρχαν στον τόπο μας ως τις αρχές του 20ού αιώνα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αρχαϊστής — ο 1. αυτός που χρησιμοποιεί στον λόγο του αρχαϊσμούς 2. εκείνος που μιμείται αρχαϊκά πρότυπα στην τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαΐζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1829 στον Π. Χιώτη] … Dictionary of Greek
αρχαΐζω — (Α ἀρχαΐζω) νεοελλ. μεταχειρίζομαι αρχαϊσμούς, δηλαδή λέξεις και φράσεις απαρχαιωμένες αρχ. 1. μιμούμαι τους αρχαίους 2. παρουσιάζω κάποιον σαν αρχαίο χωρίς να είναι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος. ΠΑΡ. αρχαϊσμός νεοελλ. αρχαϊστής] … Dictionary of Greek
αρχαϊστικός — ή, ό (και όν) αυτός που μιμείται ή θυμίζει αρχαία πρότυπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαΐζω ή < αρχαϊστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στον Εμμανουήλ Ροΐδη] … Dictionary of Greek
Τζέρτζελης, Νικόλαος — Λόγιος, διδάσκαλος του Γένους και συγγραφέας. Καταγόταν από το Μέτσοβο και έζησε τον 18o αι. Υπήρξε μαθητής του Μπαλάνου Βασιλόπουλου και πιθανόν ήταν δάσκαλος του Κοσμά του Αιτωλού. Ο Τ. διακρίθηκε για την ευρύτητα του πνεύματός του, τη… … Dictionary of Greek